Βασίλειος Γ. Κολοβός MD MSc MRCP (UK)
Ειδικός Καρδιολόγος – Επεμβατικός Αρρυθμιολόγος
Υπεύθυνος Τμ. Ηλεκτροφυσιολογίας & Βηματοδότησης
401 ΓΣΝΑ – Στρατιωτικός Ιατρός

Όταν λέμε ότι κάποιος έχει καρδιακή ανεπάρκεια, εννοούμε ότι για κάποιο λόγο η καρδιά του δεν λειτουργεί πλέον αποτελεσματικά ως αντλία αίματος.

Η πιο συχνή αιτία είναι ότι ο καρδιακός μυς έχει υποστεί βλάβη, πχ μετά από ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μπορεί να είναι αρκετά συνταρακτικό ν’ακούτε ότι εσείς ή κάποιος κοντινός σας άνθρωπος έχει καρδιακή ανεπάρκεια.

Ποια είναι τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας;

Τα κύρια συμπτώματα είναι:

–  δύσπνοια στην ηρεμία ή την άσκηση

–  ‘’πρήξιμο’’ στα πόδια, ποδοκνημική άρθρωση, στομάχι και κατώτερο μέρος της πλάτης.

–  κόπωση – αίσθηση ασυνήθιστης κούρασης ή αδυναμίας

Συμπτώματα εμφανίζονται, καθώς η καρδιά δεν έχει αρκετή δύναμη ως αντλία να μετακινεί το αίμα στο υπόλοιπο σώμα. Αυτό οδηγεί στην συγκέντρωση υγρού στα πόδια και τις κνήμες. Αν αυτό το υγρό δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να συγκεντρωθεί και να επεκταθεί μέχρι το στομάχι και τους πνεύμονες.

Περιορίζεται έτσι η ικανότητα των πνευμόνων να εκπτύσσονται γεγονός που οδηγεί στην εμφάνιση δύσπνοιας.

Φάρμακα κι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να κάνουν την διαφορά στα συμπτώματα αυτά. Ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια βιώνουν διαφορετικά συμπτώματα, στα οποία ο καθένας ανταποκρίνεται διαφορετικά. Για τον λόγο αυτό μιλήστε στον καρδιολόγο σας, για το τι είναι καλύτερο για εσάς.

Ποιες είναι οι αιτίες της καρδιακής ανεπάρκειας;

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν καρδιακή ανεπάρκεια. Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά ή σταδιακά σε διάστημα μηνών ή και ετών.
Οι πιο κοινές αιτίες είναι:

–  Έμφραγμα του μυοκαρδίου

–  Υψηλή αρτηριακή πίεση

–  Μυοκαρδιοπάθεια (νόσοι του καρδιακού μυός. Μερικές φορές αυτές είναι κληρονομούμενες στην οικογένεια ενώ άλλες προκαλούνται από αίτια όπως ιογενείς λοιμώξεις).

Καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί επίσης από:

–  προβλήματα των καρδιακών βαλβίδων

–  αλκοόλ ή αναβολικές ουσίες

–  μη ελεγχόμενο ανώμαλο καρδιακό ρυθμό (αρρυθμία)

–  συγγενείς καρδιοπάθειες (νόσους της καρδιάς με τις οποίες έχετε γεννηθεί)

–  ιογενή λοίμωξη που επηρεάζει τον καρδιακό μυ.

–  ορισμένες χημειοθεραπείες

Πνευμονική υπέρταση

Καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί επίσης από πνευμονική υπέρταση (αυξημένη πίεση του αίματος στα αγγεία που αρδεύουν τους πνεύμονες). Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο δεξιό τμήμα της καρδιάς, οδηγώντας σε καρδιακή ανεπάρκεια. Σε μερικές περιπτώσεις η πνευμονική υπέρταση προκαλείται από μια προυπάρχουσα καρδιακή πάθηση.

Αμυλοείδωση

Καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί επίσης από μια σπάνια ομάδα καταστάσεων που αποκαλούνται αμυλοίδωση. Κατά την κατάσταση αυτή, μη φυσιολογικές πρωτείνες που ονομάζονται αμυλοειδή, συγκεντρώνονται στα όργανα του σώματος (όπως η καρδιά, οι νεφροί και το ήπαρ) και τους ιστούς, δυσχεραίνοντας την ομαλή λειτουργίας τους. Χωρίς θεραπεία, η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια οργάνων.

Εάν η αμυλοείδωση επηρεάσει την καρδιά, ονομάζεται καρδιακή αμυλοείδωση – ή ‘΄σύνδρομο δύσκαμπτης καρδιάς ‘’ .

Η καρδιακή αμυλοείδωση κάνει δύσκαμπτες τις κοιλίες της καρδιάς (κατώτερες κοιλότητες), εμποδίζοντας την αποτελεσματική λειτουργία της ως αντλία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας που περιλαμβάνουν δύσπνοια, ‘’πρησμένα πόδια’’ κι ανώμαλους καρδιακούς ρυθμούς.

Πώς γίνεται η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας;

Ο ιατρός, θα χρειαστεί να σας κάνει κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το ιατρικό σας ιστορικό και τα συμπτώματά σας, καθώς επίσης να σας εξετάσει κλινικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, θα χρειαστεί να υποβληθείτε σε κάποια επιπλέον τεστ, ώστε να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας κι επίσης να καθοδηγηθεί ο ιατρός στην περαιτέρω διερεύνηση των συμπτωμάτων.

Τα διαγνωστικά αυτά τεστ περιλαμβάνουν:

–  Αιματολογικά τεστ

–  Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ)

–  Ακτινογραφία θώρακος

–  Υπερηχοκαρδιογράφημα (triplex)

–  Στεφανιογραφία

Μπορεί ίσως ν’ακούσετε τον ιατρό σας να μιλάει για το κλάσμα εξώθησης της καρδιάς. Αυτό αναφέρεται στην ποσότητα του αίματος που εξωθείται απ’ την αριστερή κοιλία της καρδιάς σε κάθε καρδιακή συστολή.

Συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό. Ένα φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης είναι περίπου 55-60%, καθώς υπάρχει πάντα μια ποσότητα αίματος που παραμένει στην καρδιά μετά από κάθε συστολή.

Μερικοί ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έχουν φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης. Για τον λόγο αυτό, το κλάσμα εξώθησης χρησιμοποιείται παράλληλα με άλλα διαγνωστικά τεστ για να τεθεί η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας.

Μετά την διάγνωση, ο ιατρός μπορεί να συζητήσει μαζί σας, το ‘’στάδιο’’ ή ‘’τάξη’’ της καρδιακής ανεπάρκειας. Yπάρχουν 4 τάξεις καρδιακής ανεπάρκειας που βασίζονται στα συμπτώματα και πως αυτά σας επηρεάζουν. Όσο μεγαλύτερη η τάξη, τόσο σοβαρότερη η κατάσταση της καρδιακής ανεπάρκειας στην οποία βρίσκεστε.

Είναι επίσης πιθανό, να μεταπείπτετε απ’ την μια τάξη στην άλλη, λόγω σοβαρών επεισοδίων καρδιακής ανεπάρκειας που πυροδοτούνται από άλλες παθήσεις, όπως ένα ακόμη έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Θεραπείες για την καρδιακή ανεπάρκεια

Ενώ δεν υπάρχει προς στιγμήν οριστική θεραπεία για την καρδιακή ανεπάρκεια, παρ’όλα αυτά οι διαθέσιμες για τον έλεγχο των συμπτωμάτων, βοηθούν πολλούς ανθρώπους να έχουν πλήρεις και δραστήριους βίους.

Ο ιατρός είναι πιθανό να σας συνταγογραφήσει φάρμακα που θα βοηθήσουν στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και στην λειτουργία της καρδιάς ως αντλία.

Θα σας δωθούν επίσης συμβουλές σχετικά με αλλαγές του τρόπου ζωής, όπως διακοπής του καπνίσματος κι ελάττωση της κατανάλωσης άλατος, που θα βοηθήσει στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης.

Ένας συνδυασμός φαρμάκων κι αλλαγών του τρόπου ζωής, θα σας βοηθήσουν να συνεχίσετε να κάνετε πράγματα που απολαμβάνετε, βοηθώντας στον έλεγχο των συμπτωμάτων και διατηρώντας την κατάστασή σας όσο το δυνατόν σταθερότερη.

Μερικοί ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια θα ωφεληθούν απ’ την εμφύτευση βηματοδότη ή απινιδωτή. Ο ιατρός θα συζητήσει μαζί σας τις θεραπευτικές επιλογές καθώς και ποιες είναι οι καταλληλότερες για εσάς.

Πηγή British Heart Foundation