Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη ή ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος είναι μία ελάχιστα επεμβατική εξέταση, που έχει ως στόχο να μελετήσει τη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς, να κάνει ακριβή διάγνωση των αρρυθμιών ή να εκτιμήσει τον κίνδυνο που έχει ένας ασθενής να εμφανίσει μελλοντικά κακοήθεις αρρυθμίες.
Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη γίνεται σε νοσοκομειακές μονάδες που διαθέτουν αιμοδυναμικό και ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο. Απαιτείται μόνο τοπική αναισθησία για να γίνουν οι απλές παρακεντήσεις στις μηριαίες φλέβες που βρίσκονται στα άνω όρια των μηρών. Δια μέσου αυτών των παρακεντήσεων εισάγονται στο φλεβικό δίκτυο οι διαγνωστικοί καθετήρες (λεπτά εύκαμπτα καλώδια) και οδηγούνται στο εσωτερικό της καρδιάς.
Οι καθετήρες, αφού τοποθετηθούν στα κατάλληλα σημεία, συνδέονται με το καταγραφικό σύστημα με την βοήθεια του οποίου καταγράφεται η ηλεκτρική δραστηριότητα από κάθε θέση. Έτσι ελέγχεται η λειτουργία του συστήματος παραγωγής και διάδοσης (αγωγής) των καρδιακών ηλεκτρικών ερεθισμάτων.
Συνήθως, η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη έχει διάρκεια 15-30 λεπτά, ωστόσο, εάν συνδυάζεται με κατάλυση, η διάρκειά μπορεί να είναι μεγαλύτερη.
Η ανάδειξη παθολογικών ευρημάτων σε ασθενείς όπως πχ με λιποθυμικά ή συγκοπτικά επεισόδια μπορεί συμβάλει στην απόφαση για εμφύτευση βηματοδότη. Στο ελεγχόμενο περιβάλλον του εργαστηρίου υπάρχει η δυνατότητα να προκαλέσουμε την ταχυκαρδία του ασθενούς. Αυτό γίνεται δίνοντας μικρά και κατάλληλα χρονισμένα ηλεκτρικά ερεθίσματα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εξακριβώσουμε το μηχανισμό της ταχυκαρδίας και την εστία προέλευσής τους, στοιχεία που θα οδηγήσουν εν συνεχεία στην θεραπεία της. Σε κάποιες περιπτώσεις η πρόκληση κακοήθων κοιλιακών ταχυαρρυθμιών μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση για εμφύτευση απινιδωτικών συστημάτων. Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι μία ιδιαίτερα ασφαλής εξέταση σε έμπειρα κέντρα.